θαυμαστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαυμαστικό < θαυμαστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαυμαστικό ουδέτερο
- σημείο στίξεως που τίθεται στο τέλος επιφωνηματικών προτάσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαυμαστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
θαυμαστικό
- αιτιατική ενικού του θαυμαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θαυμαστικός