Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχοβολίζω < ήχος + -ο- + βολή + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sonicate)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.xo.voˈli.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

ηχοβολίζω (παθητική φωνή: ηχοβολίζομαι, ηχοβολούμαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία