ηττημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.tiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ητ‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ηττημένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος ηττώμαι: που έχει ηττηθεί