Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιλογαριθμικός η ημιλογαριθμική το ημιλογαριθμικό
      γενική του ημιλογαριθμικού της ημιλογαριθμικής του ημιλογαριθμικού
    αιτιατική τον ημιλογαριθμικό την ημιλογαριθμική το ημιλογαριθμικό
     κλητική ημιλογαριθμικέ ημιλογαριθμική ημιλογαριθμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιλογαριθμικοί οι ημιλογαριθμικές τα ημιλογαριθμικά
      γενική των ημιλογαριθμικών των ημιλογαριθμικών των ημιλογαριθμικών
    αιτιατική τους ημιλογαριθμικούς τις ημιλογαριθμικές τα ημιλογαριθμικά
     κλητική ημιλογαριθμικοί ημιλογαριθμικές ημιλογαριθμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιλογαριθμικός < ημι- + λογαριθμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semilog)

  Επίθετο επεξεργασία

ημιλογαριθμικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία