ημικίονας
(Ανακατεύθυνση από ημικίων)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημικίονας < (καθαρεύουσα) ημικίων < ημι- + κίων
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημικίονας αρσενικό
- το ήμισυ ενός κίονα, που έχει επομένως διατομή όχι κυκλική αλλά ημικυκλική, και είναι ενσωματωμένος σε τοίχο ή άλλο αρχιτεκτονικό στοιχείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημικίονας