Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Το Παλάτσο Maffei στη Βερόνα· προσέξτε τους ημικίονες ανάμεσα στα παράθυρα του πρώτου ορόφου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημικίονας οι ημικίονες
      γενική του ημικίονα των ημικιόνων
    αιτιατική τον ημικίονα τους ημικίονες
     κλητική ημικίονα ημικίονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημικίονας < (καθαρεύουσα) ημικίων < ημι- + κίων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημικίονας αρσενικό

  • το ήμισυ ενός κίονα, που έχει επομένως διατομή όχι κυκλική αλλά ημικυκλική, και είναι ενσωματωμένος σε τοίχο ή άλλο αρχιτεκτονικό στοιχείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία