Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιδιαφανής η ημιδιαφανής το ημιδιαφανές
      γενική του ημιδιαφανούς* της ημιδιαφανούς του ημιδιαφανούς
    αιτιατική τον ημιδιαφανή την ημιδιαφανή το ημιδιαφανές
     κλητική ημιδιαφανή(ς) ημιδιαφανής ημιδιαφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιδιαφανείς οι ημιδιαφανείς τα ημιδιαφανή
      γενική των ημιδιαφανών των ημιδιαφανών των ημιδιαφανών
    αιτιατική τους ημιδιαφανείς τις ημιδιαφανείς τα ημιδιαφανή
     κλητική ημιδιαφανείς ημιδιαφανείς ημιδιαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιδιαφανής < ημι- + διαφανής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική semitransparent ή τη γαλλική demi-transparent [1]

  Επίθετο επεξεργασία

ημιδιαφανής, -ής, -ές

  • που επιτρέπει στο φως να περάσει από μέσα του κατά ένα μέρος
    ημιδιαφανές πλαστικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία