ηλεκτροχημεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτροχημεία < ηλεκτρισμός + χημεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεκτροχημεία θηλυκό
- (χημεία): ο κλάδος της χημείας που ασχολείται με την παρατήρηση φαινομένων μεταφοράς ηλεκτρικού φορτίου δια μέσου διεπιφανειών, και πως αυτά επηρεάζουν το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνουν χώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτροχημεία