Δείτε επίσης: ζῳοκτονία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοκτονία οι ζωοκτονίες
      γενική της ζωοκτονίας των ζωοκτονιών
    αιτιατική τη ζωοκτονία τις ζωοκτονίες
     κλητική ζωοκτονία ζωοκτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοκτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῳοκτονία (όψιμη ελληνιστική) < αρχαία ελληνική ζῷον + -κτονία < κτείνω (σκοτώνω) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zo.o.ktoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ο‐κτο‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοκτονία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.