Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζῷον τὰ ζῷ
      γενική τοῦ ζῴου τῶν ζῴων
      δοτική τῷ ζῴ τοῖς ζῴοις
    αιτιατική τὸ ζῷον τὰ ζῷ
     κλητική ! ζῷον ζῷ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζῴω
γεν-δοτ τοῖν  ζῴοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζῷον < συνηρημένος τύπος της λέξης ζώιον < ζῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζῷον ουδέτερο

  1. καθετί το ζωντανό, που ζει
  2. (ζωολογία) ζώο
  3. (ζωγραφική) ζωγραφιά, εικόνα
    ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου (ζωγραφιά της ζεύξης του Βοσπόρου)

  Πηγές επεξεργασία