ζυμωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζυμωτής | οι | ζυμωτές |
γενική | του | ζυμωτή | των | ζυμωτών |
αιτιατική | τον | ζυμωτή | τους | ζυμωτές |
κλητική | ζυμωτή | ζυμωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυμωτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυμωτής < ζυμώ(νω) + -τής [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυμωτής αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ζυμωτής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζυμωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας