Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζευγηλάτης οἱ ζευγηλάται
      γενική τοῦ ζευγηλάτου τῶν ζευγηλατῶν
      δοτική τῷ ζευγηλάτ τοῖς ζευγηλάταις
    αιτιατική τὸν ζευγηλάτην τοὺς ζευγηλάτᾱς
     κλητική ! ζευγηλάτ ζευγηλάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζευγηλάτ
γεν-δοτ τοῖν  ζευγηλάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζευγηλάτης < ζεῦγ(ος) + -ηλάτης < (ἐλαύνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζευγηλάτης [ᾰ] αρσενικό (θηλυκό ζευγηλατρίς)

  Πηγές επεξεργασία