Δείτε επίσης: ζεύγος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζεῦγος < λείπει η ετυμολογία ζεύγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζεῦγος ουδέτερο

  1. ζευγάρι ζώων που οργώνουν ή σέρνουν μια άμαξα
  2. η άμαξα που σύρεται από δύο ζώα
  3. ζεύγος, ζευγάρι, συνδυασμός δύο στοιχείων
  4. το συζυγικό ή ερωτικό ζεύγος, το ζευγάρι
  5. (συνεκδοχικά) συνδυασμός και περισσότερων από δύο στοιχείων

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία