εὔμορφος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εὔμορφος < εὔ- + -μορφος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἔμορφος, ὄμορφος ⇒ νέα ελληνικά: όμορφος
Επίθετο επεξεργασία
εὔμορφος, -ος, -ον, συγκριτικός :εὐμορφότερος
- που έχει ωραία μορφή, όμορφος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
- τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν.
- Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸ δὲ ἂν χρυσίον ἐγίνετο ἀπὸ τῶν εὐειδέων παρθένων, καὶ οὕτως αἱ εὔμορφοι τὰς ἀμόρφους καὶ ἐμπήρους ἐξεδίδοσαν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
- κομψός, χαριτωμένος
- (μεταφορικά) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 490
- ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
- Κι ω Περσεφόνη, δωσ᾽ μας νίκη ευτυχισμένη.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ὦ Περσέφασσα, δὸς δέ γ᾽ εὔμορφον κράτος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 490
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) όμορφος
- ※ Εὗρον νέαν πάνυ εὔμορφον, καθαρίαν, εὔστολον, ἐλλόγιμον Ἑλληνίδα καὶ θυγατέρα φιλοσόφου.
- Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (1882) Αθηναΐς [διήγημα] @books.google
- ※ Εὗρον νέαν πάνυ εὔμορφον, καθαρίαν, εὔστολον, ἐλλόγιμον Ἑλληνίδα καὶ θυγατέρα φιλοσόφου.
Πηγές επεξεργασία
- εὔμορφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.