εύανδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύανδρος | η | εύανδρος & εύανδρη |
το | εύανδρο |
γενική | του | ευάνδρου & εύανδρου |
της | ευάνδρου & εύανδρης |
του | ευάνδρου & εύανδρου |
αιτιατική | τον | εύανδρο | την | εύανδρο & εύανδρη |
το | εύανδρο |
κλητική | εύανδρε | εύανδρε & εύανδρη |
εύανδρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύανδροι | οι | εύανδροι & εύανδρες |
τα | εύανδρα |
γενική | των | ευάνδρων & εύανδρων |
των | ευάνδρων & εύανδρων |
των | ευάνδρων & εύανδρων |
αιτιατική | τους | ευάνδρους & εύανδρους |
τις | ευάνδρους & εύανδρες |
τα | εύανδρα |
κλητική | εύανδροι | εύανδροι & εύανδρες |
εύανδρα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύανδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔανδρος < εὖ + ἀνήρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.van.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐αν‐δρος
Επίθετο επεξεργασία
εύανδρος, -ος / -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές, συνήθως για τόπο) που γεννά γενναίους και ένδοξους άνδρες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εύανδρος
|
Πηγές επεξεργασία
- «εύανδρος, -ος, -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)