εφτάχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφτάχρονος < ελληνιστική κοινή ἑπτάχρονος. Μορφολογικά αναλύεται σε εφτά + -χρονος
Επίθετο επεξεργασία
εφτάχρονος, -η, -ο
- άλλη μορφή του επταετής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφτάχρονος
|