εφευρίσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφευρίσκω < αρχαία ελληνική ἐφευρίσκω < ἐπί + εὑρίσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.feˈvɾi.sko/
Ρήμα επεξεργασία
εφευρίσκω , πρτ.: εφεύρισκα, στ.μέλλ.: θα εφεύρω, αόρ.: εφηύρα, παθ.φωνή: εφευρίσκομαι
- επινοώ κάτι (μια μέθοδο, μια συσκευή κ.λπ.) που δεν υπήρχε προηγουμένως
- επινοώ κάτι φανταστικό, για να αποφύγω μια δυσάρεστη κατάσταση