Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὑρίσκω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

εὑρίσκω

  1. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία
  2. ανακαλύπτω
  3. αποκτώ, φέρω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία