Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευωδιαστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευωδιαστ
ός
η
ευωδιαστ
ή
το
ευωδιαστ
ό
γενική
του
ευωδιαστ
ού
της
ευωδιαστ
ής
του
ευωδιαστ
ού
αιτιατική
τον
ευωδιαστ
ό
την
ευωδιαστ
ή
το
ευωδιαστ
ό
κλητική
ευωδιαστ
έ
ευωδιαστ
ή
ευωδιαστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευωδιαστ
οί
οι
ευωδιαστ
ές
τα
ευωδιαστ
ά
γενική
των
ευωδιαστ
ών
των
ευωδιαστ
ών
των
ευωδιαστ
ών
αιτιατική
τους
ευωδιαστ
ούς
τις
ευωδιαστ
ές
τα
ευωδιαστ
ά
κλητική
ευωδιαστ
οί
ευωδιαστ
ές
ευωδιαστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευωδιαστός
<
ευωδιάζω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
ευωδιαστός
που
μυρίζει
πολύ όμορφα, που αναδίδει μια
ευωδία
Συνώνυμα
επεξεργασία
μυρωδάτος
μοσχομυριστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευωδιαστός
αγγλικά
:
fragrant
(en)
,
sweet-scented
(en)
,
sweet-smelling
(en)
,
scented
(en)
,
perfumed
(en)
,
aromatic
(en)
,
sweet
(en)
•
λογοτεχνικό
:
redolent
(en)
•
fragranced
(en)
,
aromatized
(en)
•
σπάνιο
:
perfumy
(en)
γαλλικά
:
parfumé
(fr)