Δείτε επίσης: εὐπαθής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπαθής η ευπαθής το ευπαθές
      γενική του ευπαθούς* της ευπαθούς του ευπαθούς
    αιτιατική τον ευπαθή την ευπαθή το ευπαθές
     κλητική ευπαθή(ς) ευπαθής ευπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπαθείς οι ευπαθείς τα ευπαθή
      γενική των ευπαθών των ευπαθών των ευπαθών
    αιτιατική τους ευπαθείς τις ευπαθείς τα ευπαθή
     κλητική ευπαθείς ευπαθείς ευπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπαθής < αρχαία ελληνική εὐπαθής < εὖ + πάσχω

  Επίθετο επεξεργασία

ευπαθής

  1. που έχει μειωμένη αντοχή, που καταστρέφεται εύκολα
  2. που παρουσιάζει ευπάθεια, μειωμένη αντίσταση σε ασθένειες

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία