Δείτε επίσης: εὐκλεής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκλεής η ευκλεής το ευκλεές
      γενική του ευκλεούς* της ευκλεούς του ευκλεούς
    αιτιατική τον ευκλεή την ευκλεή το ευκλεές
     κλητική ευκλεή(ς) ευκλεής ευκλεές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκλεείς οι ευκλεείς τα ευκλεή
      γενική των ευκλεών των ευκλεών των ευκλεών
    αιτιατική τους ευκλεείς τις ευκλεείς τα ευκλεή
     κλητική ευκλεείς ευκλεείς ευκλεή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκλεής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκλεής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ef.kleˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐κλε‐ής

  Επίθετο επεξεργασία

ευκλεής -ής -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία