ευκλεώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευκλεώς < αρχαία ελληνική εὐκλεῶς < εὐκλεής < εὖ + κλέος
Επίρρημα επεξεργασία
ευκλεώς
- (λόγιο) ένδοξα
- ※ Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.- — Κωνσταντίνος Καβάφης, Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, στίχοι 1-2
- ※ Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευκλεώς
|