Δείτε επίσης: εὐθανασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθανασία οι ευθανασίες
      γενική της ευθανασίας των ευθανασιών
    αιτιατική την ευθανασία τις ευθανασίες
     κλητική ευθανασία ευθανασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθανασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθανασία (ευτυχισμένος, εύκολος θάνατος) < εὐθανατέω / εὐθανατῶ < εὐθάνατος < εὖ (ευ-) + αρχαία ελληνική θάνατος λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική euthanasia ή από τη γαλλική euthanasie < (ελληνιστική κοινήεὐθανασία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.fθa.naˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐θα‐να‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευθανασία θηλυκό

  1. (λόγιο) καλός, ανώδυνος, εύκολος θάνατος (η ελληνιστική σημασία)
  2. η εκούσια θανάτωση κάποιου (που υποφέρει συνήθως από μακροχρόνια ή και ανίατη ασθένεια) με τρόπο ήπιο ή ανώδυνο, ώστε να πάψουν οι πόνοι ή η εναγώνια προσμονή του θανάτου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία