Δείτε επίσης: Αθανασία, ἀθανασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθανασία οι αθανασίες
      γενική της αθανασίας των αθανασιών
    αιτιατική την αθανασία τις αθανασίες
     κλητική αθανασία αθανασίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθανασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθανασία < ἀθάνατος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.θa.naˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐θα‐να‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθανασία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία