ερχόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική έρχόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἔρχομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɾˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐χό‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ερχόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος έρχομαι
- που είναι καθ΄οδόν, καθώς έρχεται κάποιος
- ↪ Φέρε μας και κανένα γλυκό όταν σχολάσεις ερχόμενος από το γραφείο.
- που μόλις ήρθε, προερχόμενος από κάπου
- ↪ Τους βρήκα στογγυλοκαθισμένους στο σαλόνι μας και εγώ, ερχόμενος από τη δουλειά, δεν είχα καμία όρεξη για...
- που θα έρθει, ο επόμενος, ο προσεχής, μελλοντικός
- ↪ Τους περιμένουμε την ερχόμενη εβδομάδα.
- που είναι καθ΄οδόν, καθώς έρχεται κάποιος
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάποιος που έρχεται
(άλλες σημασίες)
|
Πηγές επεξεργασία
- έρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έρχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)