Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερειπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ερειπώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ερειπώνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία