Δείτε επίσης: ἐπιτροπεία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτροπεία οι επιτροπείες
      γενική της επιτροπείας των επιτροπειών
    αιτιατική την επιτροπεία τις επιτροπείες
     κλητική επιτροπεία επιτροπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιτροπεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτροπεία[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιτροπεία θηλυκό

  • (νομικός όρος) η ανάθεση δικαιωμάτων διαχείρισης διοικητικών ή άλλων συναφών αποφασιστικών καθηκόντων (ιδιωτικών ή δημόσιων) σε κάποιο πρόσωπο ή φορέα
    ※  Και τώρα θέτουν την Ελλάδα οριστικά και για άγνωστο χρονικό διάστημα υπό απόλυτη και ταπεινωτική επιτροπεία, με στόχο να επιτύχουν τη μείωση του χρέους στο … 120% του ΑΕΠ (εφημερίδα Η Αυγή, 30/10/2011)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη επιτροπή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία