Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεπιτροπεία οι συνεπιτροπείες
      γενική της συνεπιτροπείας των συνεπιτροπειών
    αιτιατική τη συνεπιτροπεία τις συνεπιτροπείες
     κλητική συνεπιτροπεία συνεπιτροπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεπιτροπεία < συνεπίτροπ(ος) + -εία. Μορφολογικά, συν- + επιτροπεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεπιτροπεία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία