επισφαλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επισφαλής | η | επισφαλής | το | επισφαλές |
γενική | του | επισφαλούς* | της | επισφαλούς | του | επισφαλούς |
αιτιατική | τον | επισφαλή | την | επισφαλή | το | επισφαλές |
κλητική | επισφαλή(ς) | επισφαλής | επισφαλές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επισφαλείς | οι | επισφαλείς | τα | επισφαλή |
γενική | των | επισφαλών | των | επισφαλών | των | επισφαλών |
αιτιατική | τους | επισφαλείς | τις | επισφαλείς | τα | επισφαλή |
κλητική | επισφαλείς | επισφαλείς | επισφαλή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισφαλής < αρχαία ελληνική ἐπισφαλής < ἐπί + σφάλλω
Επίθετο επεξεργασία
επισφαλής
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- επισφάλεια
- → δείτε τις λέξεις επί και σφάλλω