επιδοκιμαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδοκιμαστικός < επιδοκιμάζω, επιδοκιμασ- + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
επιδοκιμαστικός
- που έχει σχέση με την επιδοκιμασία, αναφέρεται ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- επιδοκιμαστικά
- → δείτε τις λέξεις επιδοκιμάζω, δοκιμάζω και δοκιμή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδοκιμαστικός