επιγραφική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιγραφική | ||
γενική | της | επιγραφικής | ||
αιτιατική | την | επιγραφική | ||
κλητική | επιγραφική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιγραφική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επιγραφικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épigraphie. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + γραφική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ɣɾa.fiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐γρα‐φι‐κή
- ομόηχο: επιγραφικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιγραφική θηλυκό
- (φιλολογία, αρχαιολογία) η μελέτη των αρχαίων επιγραφών με επιστημονικό τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- IG
- CIG
- SEG
- SIG
- SIL
- Οικονομάκη, Νίκη. Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος (2015) Εισαγωγή στην Επιγραφική - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- https://epigraphy.packhum.org/ Αναζήτηση ελληνικών επιγραφών
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιγραφική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του επιγραφικός