επανειλημμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανειλημμένος < αρχαία ελληνική ἐπανειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπαναλαμβάνω
Μετοχή επεξεργασία
επανειλημμένος -η -ο
- που επαναλαμβάνεται, που έχει γίνει ή γίνεται πολλές φορές
- επανειλημμένες προτάσεις