επίκτητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίκτητος < αρχαία ελληνική ἐπίκτητος < ἐπί + κτάομαι, -ῶμαι + -τος
Επίθετο επεξεργασία
επίκτητος, -η, -ο
- που αποκτήθηκε εκ των υστέρων
- ↪ οι επίκτητες ιδιότητες δεν κληρονομούνται
Δείτε επίσης : ἐπίκτητος, Επίκτητος, Ἐπίκτητος |
επίκτητος, -η, -ο