εξαμβλωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εξαμβλωματικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που μοιάζει με εξάμβλωμα
- (μεταφορικά) που τρομάζει με την εμφάνισή του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαμβλωματικός
|