εξάμβλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξάμβλωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάμβλωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avorton)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάμβλωμα ουδέτερο
- (λόγιο, ιατρική) το έμβρυο που βγήκε με άμβλωση / έκτρωση
- κάτι που είναι τερατόμορφο ή κακότεχνο
- ≈ συνώνυμα: έκτρωμα, άμβλωμα
- ≠ αντώνυμα: κομψοτέχνημα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- εξάμβλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας