Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαθλιώνω < εκ + άθλιος

  Ρήμα επεξεργασία

εξαθλιώνω

  1. οδηγώ κάποιον σε κατάσταση αθλιότητας, προκαλώ εξαθλίωση
    Η έλλειψη τροφής και χρημάτων εξαθλιώνει τους άπορους.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία