εξαθλιώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εξαθλιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξαθλιώνω
Ρήμα επεξεργασία
εξαθλιώνομαι
- περιπίπτω, καταντώ σε άθλια κατάσταση, ως αποτέλεσμα δικών μου επιλογών ή υπό την πίεση συνθηκών ξεπέφτω, πέφτω πολύ χαμηλά, οικονομικά και, γενικότερα, κοινωνικά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαθλιώνομαι
|