↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξαγγλισμός οι εξαγγλισμοί
      γενική του εξαγγλισμού των εξαγγλισμών
    αιτιατική τον εξαγγλισμό τους εξαγγλισμούς
     κλητική εξαγγλισμέ εξαγγλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαγγλισμός < εξαγγλίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anglicisation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξαγγλισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία