εξίδρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξίδρωμα < εξιδρώνω + -μα < αρχαία ελληνική ἐξιδρόω / ἐξιδρῶ < ἐξ + ἱδρόω / ἱδρῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exsudat)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksi.ðɾo.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξίδρωμα ουδέτερο
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξιδρώνω, η παθολογική συγκέντρωση διαφόρων υγρών σε σωματικές κοιλότητες
Συγγενικά επεξεργασία
- εξιδρωματικός
- → δείτε τις λέξεις εξιδρώνω, ιδρώνω και ιδρώτας