Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξιδρώνω < αρχαία ελληνική ἐξιδρόω / ἐξιδρῶ + -ώνω < ἐξ + ἱδρόω / ἱδρῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksiˈðɾo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

εξιδρώνω

  1. (ιατρική) παθολογικά συγκεντρώνονται διάφορα υγρά σε σωματικές κοιλότητες
  2. παράγω / εκκρίνω ιδρώτα, ιδρώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία