Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντάσεως εργασίας < → δείτε τις λέξεις ένταση και εργασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική labor-intensive ή work-intensive

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εντάσεως εργασίας

Άλλες γραφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία