Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενοικιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενοικιασμέν
ος
η
ενοικιασμέν
η
το
ενοικιασμέν
ο
γενική
του
ενοικιασμέν
ου
της
ενοικιασμέν
ης
του
ενοικιασμέν
ου
αιτιατική
τον
ενοικιασμέν
ο
την
ενοικιασμέν
η
το
ενοικιασμέν
ο
κλητική
ενοικιασμέν
ε
ενοικιασμέν
η
ενοικιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενοικιασμέν
οι
οι
ενοικιασμέν
ες
τα
ενοικιασμέν
α
γενική
των
ενοικιασμέν
ων
των
ενοικιασμέν
ων
των
ενοικιασμέν
ων
αιτιατική
τους
ενοικιασμέν
ους
τις
ενοικιασμέν
ες
τα
ενοικιασμέν
α
κλητική
ενοικιασμέν
οι
ενοικιασμέν
ες
ενοικιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενοικιασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ενοικιάζω
,
ενοικιάζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
ενοικιασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ενοικιάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενοικιασμένος
αγγλικά
:
rented
(en)
γαλλικά
:
loué
(fr)