Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εννοιοκρατία οι εννοιοκρατίες
      γενική της εννοιοκρατίας των εννοιοκρατιών
    αιτιατική την εννοιοκρατία τις εννοιοκρατίες
     κλητική εννοιοκρατία εννοιοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εννοιοκρατία < έννοια + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conceptualisme[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εννοιοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία