ενδοϋπουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοϋπουργικός < ενδο- + υπουργικός
Επίθετο επεξεργασία
ενδοϋπουργικός, -ή, -ό
- που αφορά εσωτερικά ένα υπουργείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοϋπουργικός
|
ενδοϋπουργικός, -ή, -ό
|