ενδονοσοκομειακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδονοσοκομειακός < ένδον + νοσοκομειακός, λόγια λέξη για να αποδοθεί το αμερικανικό intrahospital
Επίθετο επεξεργασία
ενδονοσοκομειακός
- αυτός που αφορά στον εσωτερικό χώρο ενός νοσοκομείου
- η ενδονοσοκομειακή μεταφορά ενός ασθενούς από το ένα τμήμα του νοσοκομείου στο άλλο
- η ενδονοσοκομειακή υγιεινή των χώρων
- η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, δηλαδή εκείνη που προέρχεται από μικρόβια (και σπανίως ιούς) μεγάλης αντοχής, στα οποία ο ασθενής εκτίθεται κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο είτε χωρίς να χειρουργηθεί είτε μέσα στο χειρουργείο είτε εκ των υστέρων (κατά την τοποθέτηση ουρητήρων, κατά την μετάγγιση αίματος κ.λπ.)
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδονοσοκομειακά (επίρρημα)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδονοσοκομειακός