ενδοκοινοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοκοινοτικός < ενδο- + κοινοτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intracommunity)
Επίθετο επεξεργασία
ενδοκοινοτικός
- που γίνεται μέσα στα πλαίσια μια κοινότητας, π.χ. της ΕΕ
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδοκοινοτικά
- → δείτε τις λέξεις ένδον, κοινοτικός, κοινότητα και κοινός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοκοινοτικός