Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοκοινοτικός η ενδοκοινοτική το ενδοκοινοτικό
      γενική του ενδοκοινοτικού της ενδοκοινοτικής του ενδοκοινοτικού
    αιτιατική τον ενδοκοινοτικό την ενδοκοινοτική το ενδοκοινοτικό
     κλητική ενδοκοινοτικέ ενδοκοινοτική ενδοκοινοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοκοινοτικοί οι ενδοκοινοτικές τα ενδοκοινοτικά
      γενική των ενδοκοινοτικών των ενδοκοινοτικών των ενδοκοινοτικών
    αιτιατική τους ενδοκοινοτικούς τις ενδοκοινοτικές τα ενδοκοινοτικά
     κλητική ενδοκοινοτικοί ενδοκοινοτικές ενδοκοινοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοκοινοτικός < ενδο- + κοινοτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intracommunity)

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοκοινοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία