ενδοκοιλοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοκοιλοτικός < ενδο- + κοιλότητα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intracavitary)
Επίθετο επεξεργασία
ενδοκοιλοτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοκοιλοτικός