ενδημοεπιδημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδημοεπιδημικός < ενδημοεπιδημία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ενδημοεπιδημικός
- που έχει σχέση με ενδημοεπιδημία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ενδημοεπιδημία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδημοεπιδημικός
|