ενδημοεπιδημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδημοεπιδημία θηλυκό
- (ιατρική, ζωολογία, βοτανική) εξάπλωση ασθένειας (επί ανθρώπων, ζώων ή φυτών) μεταβαλλόμενη από ενδημία σε επιδημία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδημοεπιδημία
|