Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναποθέτω < ελληνιστική κοινή ἐναποτίθημι < αρχαία ελληνική ἐν + ἀποτίθημι < ἀπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + αποθέτω

  Ρήμα επεξεργασία

εναποθέτω (παθητική φωνή: εναποτίθεμαι)

  1. θέτω κάτι κάπου σωρευτικά, συγκεντρώνω
  2. αναθέτω, δίνω, αφήνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία